ισοβασιλεύς

ισοβασιλεύς
ἰσοβασιλεύς, -έως, ὁ, ἡ (Α)
ίσος με βασιλέα («ἰσοβασιλέας πάντας ποιεῑς καὶ πολυφιλίας παρασκευάζεις», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοβασιλεῖς — ἰσοβασιλεύς equal to a king masc/fem acc pl ἰσοβασιλεύς equal to a king masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισοβασίλειος — ἰσοβασίλειος, ον (Μ) ίσοβασιλεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βασίλειος< βασιλεύς] …   Dictionary of Greek

  • ἰσοβασιλέας — ἰσοβασιλέᾱς , ἰσοβασιλεύς equal to a king masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”